top of page
Η συγγραφέας Λότη- Πέτροβιτς Ανδριτσοπούλου  συναντά
τους μαθητές/τριες
του Ομίλου Φιλαναγνωσίας και του Ομίλου Δημιουργικής Γραφής
Υπεύθυνες καθηγήτριες:  Μ. Γραμματά, Κ. Φασόη
ΛΟΤΙ.jpg

Στις 10 Μαρτίου 2021,  παιδιά  των Ομίλων Φιλαναγνωσίας και Δημιουργικής γραφής του σχολείου μας συνομίλησαν διαδικτυακά με την αγαπημένη συγγραφέα Λότη Ανδρουτσοπούλου –Πέτροβιτς. Με αφορμή την ανάγνωση και επεξεργασία του βιβλίου «Σπίτι για πέντε», είχαν τη χαρά να συνομιλήσουν μαζί της για ποικίλα θέματα. Ακολουθούν οι απαντήσεις της Συγγραφέως στα ερωτήματα των μαθητών. Απολαύστε τις!

Απαντήσεις στις ερωτήσεις μαθητών του Προτύπου Γυμνασίου Ιωνιδείου Σχολής 10/3/21

Ποιο ήταν το αρχικό ερέθισμα που σας οδήγησε να γίνετε συγγραφέας; (Σεβ. Σταμέλου). Είχατε φανταστεί τον εαυτό σας ως συγγραφέα όταν ήσασταν παιδί; Υπήρξε κάποιο σημαντικό γεγονός το οποίο σας παρακίνησε να γράφετε; (Αλ. Τσιριγώτης)

- Άρχισα να γράφω, πριν…  μάθω να γράφω! Ήταν τoν καιρό τoυ πολέμου, τoν καιρό της Κατοχής.  Τo σπίτι μoυ ήταν στην "καρδιά" της Αθήνας, στα Εξάρχεια -μια πανέμορφη γειτονιά τότε-, και o τόπος πoυ πήγαινα συχνά να παίξω με τα γειτονόπουλα ήταν o λόφος τoυ Στρέφη. Όμως τα παιδιά εκείνα ήταν όλα μεγαλύτερά μoυ και όλα αγόρια, φίλοι τoυ αδερφού μoυ. Δεν με έπαιζαν εμένα το… νήπιο, έλεγαν ότι μπερδεύομαι στα πόδια τους! Καθόμουν λοιπόν κάτω από ένα δεντράκι κι έλεγα παραμύθια -σε πoιoν άλλο;- σε μένα, για να παρηγοριέμαι. Τότε ήταν πoυ αποφάσισα να βάλω τις ιστορίες που έπλαθα σ' ένα βιβλίο, όταν μάθω να γράφω, για να κάνω συντροφιά νοερή με όσα παιδιά θα τους άρεσαν. Με άλλα λόγια, να παίζω μαζί  τους: εγώ να γράφω κι εκείνα να διαβάζουν τις ιστορίες μου.

Η έκδοση του πρώτου βιβλίου μου έγινε φυσικά πολύ αργότερα, όταν είχα πια την αίσθηση ότι αυτά που γράφω ήταν πολύ πιθανό να είναι ενδιαφέροντα για τους άλλους, ιδίως για τα παιδιά, αλλά και όταν είχα εξασφαλίσει τον βιοπορισμό μου. Το τονίζω αυτό γιατί κατά κανόνα οι λογοτέχνες ανά τον κόσμο που γράφουν στις λεγόμενες «μικρές» γλώσσες, τις γλώσσες δηλαδή που μιλιούνται μόνο από μερικά εκατομμύρια ανθρώπους, όπως τα ελληνικά, πρέπει να ασκούν παράλληλα και κάποιο άλλο επάγγελμα βιοποριστικό, τουλάχιστον ώσπου τα βιβλία τους να γίνουν πολλά και να είναι τα περισσότερα επιτυχημένα. Έτσι γινόταν και εξακολουθεί να γίνεται με τους Έλληνες λογοτέχνες, με εξαίρεση τον Οδυσσέα Ελύτη, που ήταν κάτοχος μεγάλης πατρικής περιουσίας. Όλοι είχαν παράλληλα μια βιοποριστική απασχόληση. Π.χ. ήταν υπάλληλοι, δημόσιοι, ιδιωτικοί ή τραπεζικοί, όπως ο Βενέζης, ο Μυριβήλης, ο Σεφέρης, ο Σαμαράκης κ.ά., εκπαιδευτικοί, όπως ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ή γιατροί, όπως ο Στέλιος Σπεράντζας που ήταν οδοντογιατρός.  Μπορεί ακόμη να είναι δικηγόροι, ή μηχανικοί. Το ίδιο συνέβαινε και συμβαίνει με του συγγραφείς βιβλίων για παιδιά, με εξαίρεση τη μεγάλη μας Πηνελόπη Δέλτα, για τους ίδιους λόγους που ανέφερα σχετικά με τον Οδυσσέα Ελύτη.  Προσωπικά, εργάστηκα 27 χρόνια ως υπάλληλος του ελληνικού τμήματος του διεθνούς οργανισμού ΙΟΜ.

Ο λόγος για τον οποίο γράφετε μυθιστορήματα είναι για την ψυχαγωγία των παιδιών και των μεγάλων, για να διδάξετε ή επειδή σας αρέσει; (Αναστασία Ρατσεάνου). Τι είναι αυτό που σας κάνει να γράψετε ένα βιβλίο; (Γιολάντα Καυκά)

- Η πρώτη και βασική αιτία που γράφω είναι αυτή που αναφέρει ο Richard Bach στο βιβλίο του Illusions: «Κατά καιρούς, κάτι μ’ αρπάζει από το λαιμό και μου ψιθυρίζει επιτακτικά: Δε θα σ’ αφήσω να μου ξεφύγεις, αν δε με γράψεις, αν δεν με βάλεις στο χαρτί!» Τα λόγια του απαντούν και για μένα σ’ αυτό το ερώτημα με τον καλύτερο τρόπο. Πέρα από τον βασικό αυτό λόγο, γράφω γιατί μου αρέσει η επικοινωνία με τους αναγνώστες μέσω των βιβλίων μου. Χαίρομαι όταν καταλαβαίνω ή μου λένε οι ίδιοι ή μου γράφουν ότι τους κράτησαν καλή συντροφιά, ότι τα βρήκαν ενδιαφέροντα, τους πρόσφεραν αναγνωστική απόλαυση, ή τους έδωσαν την ευκαιρία να σκεφτούν διαφορετικά πάνω σ’ ένα θέμα. Σε καμιά περίπτωση δεν γράφω για να διδάξω. Θέλω ο αναγνώστης να είναι ελεύθερος ν’ αποφασίσει αν συμφωνεί με τις αντιδράσεις των χαρακτήρων κάθε βιβλίου, με την εξέλιξη και την κατάληξη της πλοκής.

Αν είχατε τη δυνατότητα, θα αλλάζατε κάτι στο βιβλίο «Σπίτι για πέντε;» (Σεβαστιάννα Σταμέλου)

- Ανήκω στους συγγραφείς που επεξεργάζονται πολύ τα κείμενά τους, εξαντλητικά μπορώ να πω, πριν τα δώσουν για δημοσίευση. Τα παραδίδω όταν είμαι απολύτως βέβαιη ότι έχω κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσα. Γι’ αυτό και θα μου ήταν δυνατόν ν’ αλλάξω κάτι.

Πώς εμπνευστήκατε το συγκεκριμένο βιβλίο; Πώς σκεφτήκατε αυτή την ιδέα με την οικογένεια; Αυτό που μου άρεσε σε αυτό το βιβλίο είναι ότι έβρισκες διάφορες οπτικές σε αυτή την ιστορία και όχι μόνο από ένα πρωταγωνιστή (Μαριάνα Παντελιάδη). Μου φάνηκε πολύ διαφέρον το πώς δώσατε τις απόψεις των χαρακτήρων στο συγκεκριμένο βιβλίο, όπου ο καθένας αποκτούσε τη δικιά του φωνή (Γιολάντα Καυκά).

- Η έμπνευση έρχεται σ’ εμένα από ένα «ερέθισμα». Και αυτό μού το δίνει συνήθως ο κοινωνικός περίγυρος, η πρόσφατη ιστορία ή η σύγχρονη πραγματικότητα. 'Ένα  γεγονός, μια σύγχρονη κατάσταση που κάποιους συγκινεί και κάποιους όχι, ή ένα περιστατικό που προκαλεί στιγμιαία το ενδιαφέρον και τραβά φευγαλέα την προσοχή των άλλων, μεγάλων ή μικρών, εμένα μπορεί να μου προσφέρει το εύρημα, την κεντρική ιδέα μιας ιστορίας γύρω από ένα θέμα από κείνα που ήδη με απασχολούν. Και υποθέτω πως έτσι συμβαίνει με πολλούς λογοτέχνες –πεζογράφους εν προκειμένω- είτε το συνειδητοποιούν είτε όχι.

     Ως προς το «Σπίτι για πέντε», το θέμα των οικογενειών που δημιουργούνται από δύο άλλες διαλυμένες μ’ ενδιάφερε πάντα, μολονότι δεν συνέβη σε μένα προσωπικά. Και τα περιστατικά που έπεσαν στην αντίληψή μου ήταν πολλά. Μια συμπύκνωση  και μια σύνθεση των πιο αντιπροσωπευτικών ήταν η αρχική μου πρόθεση. Και βρήκα πως οι πολλαπλή εστίαση – οι πολλές οπτικές γωνίες που λέγαμε παλαιότερα – ήταν ο καταλληλότερος τρόπος αφήγησης της ιστορίας που έπλασα, ώστε να παρουσιάζει σφαιρικά και αντικειμενικά τα όσα συμβαίνουν, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στην καλλιέργεια της ενσυναίσθησης, βασικού στοιχείου της πολύτιμης συναισθηματικής νοημοσύνης για μικρούς και μεγάλους.

ΛΟΤΙ2.png

Ταυτίζεστε με τους ήρωές σας; (Αναστασία Ρατσεάνου).

 

- Προσπαθώ να ταυτίζομαι την ώρα της γραφής, ώστε, μπαίνοντας στη θέση του καθενός, να περιγράφω όσο πιο αυθεντικά γίνεται τα συναισθήματα και τις πράξεις του.   

 

Εμπνευστήκατε από καθημερινά βιώματά σας και τα χρησιμοποιήσατε για την πλοκή του βιβλίου; (Σταμάτης Φτούλης).

     - Όχι, καμιά σχέση δεν έχει η ιστορία αυτού του βιβλίου με την προσωπική μου ζωή. Αν δίνει την αίσθηση του βιωματικού μυθιστορήματος χαίρομαι ιδιαίτερα! Αυτό σημαίνει ότι κατάφερα να μπω στη θέση των ηρώων της ιστορίας. Αν μπουν στη θέση τους και οι αναγνώστες, τότε κάτι σημαντικό θα έχουν πράγματι κερδίσει: Την ενδυνάμωση της συναισθηματική τους νοημοσύνη.

Ποιο βιβλίο σας σας αρέσει πιο πολύ, έχετε ξεχωρίσει και θα προτείνατε σίγουρα σε ένα παιδί να το διαβάσει; (Μαριάννα Παντελιάδη).

- Δεν ξεχωρίζω κανένα – όλα τους είναι «παιδιά» μου και προτιμήσεις ένας γονιός δεν μπορεί να έχει! Όλα τ’ αγαπά το ίδιο, όλα έχουν ανάγκη τη φροντίδα του, όλα χρειάστηκαν χρόνο και κόπο για να ολοκληρωθούν – άλλα περισσότερο, άλλα λιγότερο, ανάλογα με το είδος τους. Το ίδιο συμβαίνει και με τα βιβλία.

 

Όταν γράφετε κάποιο βιβλίο,  το κρατάτε για τον εαυτό σας στο στάδιο της συγγραφής ή το δίνετε και σε κάποιον άλλο πριν το ολοκληρώσετε; (Γιολάντα Καυκά).

- Βέβαια το δίνω και μάλιστα σε περισσότερους από ένα, σε ανθρώπους των οποίων τη γνώμη εμπιστεύομαι και τη θεωρώ πολύτιμη. Αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετώ όλες τις φορές τις απόψεις ή παρατηρήσεις τους. Τις εξετάζω πάντως πολύ σοβαρά και συχνά τις ακολουθώ.

 

Βρίσκετε τον εαυτό σας κάποιες φορές σε ένα σημείο να μην ξέρετε πώς να συνεχίσετε, να μη σας φαίνεται τόσο ωραίο όσο το είχατε σκεφτεί; (Νίκη Μαμνιόγλου).

- Σε σημείο να μην ξέρω πώς να συνεχίσω, όχι, δεν μου έχει συμβεί. Κι αυτό γιατί ανήκω στους συγγραφείς που, πριν αρχίσουν τη συγγραφή ενός αφηγήματος, έχουν σκεφτεί την πλοκή και μπορούν να την περιγράψουν περιληπτικά σε μια σελίδα.  Υπάρχουν μάλιστα φορές που γράφω πρώτα την τελευταία σελίδα. 

Είναι τιμή μου που σας γνωρίζω. Εγώ προσωπικά διαβάζω το «Τσιμεντένιο δάσος», το οποίου μου έχει κάνει ιδιαίτερη εντύπωση. Αρχικά με έκανε να απορήσω ποιο ήταν το έναυσμα που σας έκανε να γράψετε το βιβλίο αυτό, γιατί παρουσιάζετε με ένα δυνατό τρόπο πολύ σημαντικά ζητήματα της σύγχρονης κοινωνίας. (Ανέστης Κουτζής).

- Το έναυσμα για τη συγγραφή ενός κοινωνικού μυθιστορήματος είναι συνήθως ένα σημαντικό  πρόβλημα  της σύγχρονης κοινωνίας.  Κι ένα τέτοιο ζήτημα ήταν η απειλή του εθισμού των νέων σε ναρκωτικές και άλλες ουσίες που θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή τους. Ένα τέτοιο θέμα δεν ήταν δυνατόν να με αφήσει αδιάφορη, ως συγγραφέα βιβλίων που απευθύνονται στους εφήβους.

 

Ως συγγραφέας πώς νιώθετε όταν τελειώνει ένα βιβλίο; Ποιο είναι το συναίσθημα που νιώθει ένας συγγραφέας, που έχει γράψει τόσα πολλά βιβλία που έχουν τύχει μεγάλης αναγνώρισης, όταν τελειώνει ένα καινούργιο; (Ανέστης Κουτζής). Ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος ενός συγγραφέα; Είναι τα αρνητικά σχόλια ή κάτι άλλο; (Δήμητρα Ζαχαριάδη).

Όταν έχω ολοκληρώσει τη συγγραφή, νιώθω σαν να έφυγε ένα βάρος από τους ώμους μου. Έπειτα το χειρόγραφο φεύγει για τον εκδότη και τότε, όπως πολλοί συγγραφείς, νιώθω μια θλίψη για τον αποχωρισμό…  Αυτή τη θλίψη πολλοί την παρομοιάζουν με την κατάθλιψη της λοχείας, την ανησυχία που υποσυνείδητα νιώθει η λεχώνα για τον αποχωρισμό της από το έμβρυο και την ικανότητα του νεογέννητου να επιζήσει και να βρει τη θέση του αργότερα στην κοινωνία. Αυτό το συναίσθημα σιγά σιγά φεύγει, όταν το βιβλίο εκδοθεί και κυκλοφορήσει. Βρίσκει τότε την απήχηση που του αρμόζει – μεγάλη ή μικρή – και τότε σαν παιδί που στέκεται στα πόδια του, παίρνει τον δικό του το δρόμο. Ο πνευματικός «γονιός» του δεν μπορεί πια παρά να το παρακολουθεί από μακριά. Και να σκέφτεται τα γνωστά λόγια του Καρόλου Ντίκενς: "Αν στο βιβλίο μου έδωσα κάτι που μπορεί να χαρίσει μια στάλα χαράς ή παρηγοριάς σε γέρους ή μικρούς στις ώρες της δοκιμασίας, τότε θα πιστέψω πως κάτι κατάφερα - κάτι που θ’ αναθυμάμαι με ικανοποίηση στη μετέπειτα ζωή".

 

Πιστεύετε πως τα παιδιά έχουν αλλάξει σήμερα; Μιλάμε για τα παιδιά του κινητού, του διαδικτύου κτλ. Πάντα υπάρχει γενικά η γκρίνια για τα παιδιά. Εσείς λοιπόν, προσεγγίζοντας αναγνώστες διαφορετικών γενεών, εντέλει πιστεύετε ότι τα σημερινά παιδιά είναι διαφορετικά; Γράφοντας ένα βιβλίο για τους σημερινούς εφήβους, σαν τα παιδιά στην παρέα μας εδώ, θα είχατε στο νου σας ένα διαφορετικό παιδί; (Κατερίνα Φασόη).

Πάντα διαφέρουν σε αρκετά σημεία τα παιδιά της κάθε γενιάς από τα παιδιά της προηγούμενης και πάντα υπάρχει … γκρίνια, γιατί και οι συνθήκες και τα μέσα επικοινωνίας αλλάζουν. Αυτές οι αλλαγές όμως, που παρακολουθώ και κατανοώ, αφορούν εξωτερικά στοιχεία και γνωρίσματα, όχι το είδος του ρεαλισμού που τον ονομάζουμε «συναισθηματικό ρεαλισμό». Αυτού του είδους ο ρεαλισμός πάντα υπάρχει σ’ ένα καλό βιβλίο, σε όποια εποχή κι αν εκτυλίσσεται η πλοκή του.  

 

Υπεύθυνες καθηγήτριες: Μ. Γραμματά, Κ. Φασόη

bottom of page