Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΑΧΑΡΙΣΤΟΣ
του Χρήστου Παπαδάκη
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας βασιλιάς που ζούσε στο παλάτι του μαζί με την οικογένειά του και τους αυλικούς του.
Ο βασιλιάς αυτός είχε συνέχεια απαιτήσεις απ’ τους αυλικούς και τους υπηκόους του, χωρίς ποτέ να μένει ευχαριστημένος. Δεν εκτιμούσε την αποδοτικότητα των αυλικών του και ζητούσε απ’ τους υπηκόους του όλο και περισσότερους φόρους. Ο λαός του ήταν δυσαρεστημένος, όπως και οι αυλικοί που δεν ανταμείβονταν για τον επιπλέον κόπο τους. Μα ούτε και ο βασιλιάς ήταν ευχαριστημένος, παρόλο που τα έσοδα του παλατιού είχαν αυξηθεί και μπορούσε να έχει ό,τι επιθυμούσε. Η οικογένειά του τα έβλεπε όλα αυτά και στεναχωριόταν για την κατάσταση αυτή. Όμως ο βασιλιάς δεν άκουγε κανέναν! Οι διαμαρτυρίες του λαού δεν τον ένοιαζαν. Αφού λοιπόν στο βασίλειό του δεν άλλαζε τίποτα, πολλοί απ’ τους υπηκόους του αποφάσισαν ν’ αλλάξουν βασίλειο.
Έτσι, ο τόπος ερήμωνε σιγά-σιγά, τα χωράφια έμεναν ακαλλιέργητα και τα έσοδα του παλατιού μειώνονταν.Ο βασιλιάς απελπίστηκε. Η γυναίκα του, κοιτάζοντάς τον λυπημένη, αποφάσισε να τον πλησιάσει. Τότε του είπε: «Βασιλικέ μου σύζυγε, δε μπορώ να σε βλέπω άλλο έτσι. Εάν θέλεις να σε αποδεχθούν ξανά οι υπήκοοί σου θα πρέπει να τους δείξεις πως είναι κι αυτοί σημαντικοί για σένα». «Και πώς νομίζεις ότι θα το καταφέρω αυτό;» ρώτησε ο βασιλιάς. «Κάνοντας ό,τι θα σου πω!» αποκρίθηκε η βασίλισσα.Αποφασισμένος ο βασιλιάς ν’ αλλάξει την κατάσταση του λαού του, ακολούθησε τις συμβουλές της γυναίκας του. Έτσι, μείωσε τις απαιτήσεις που είχε απ’ τους αυλικούς του κι επέστρεψε τους φόρους του τελευταίου χρόνου στους υπηκόους που είχαν απομείνει στο βασίλειό του.
Τα νέα διαδόθηκαν και στα γειτονικά βασίλεια κι έτσι οι υπήκοοι που είχαν φύγει, γύρισαν πίσω. Ο τόπος γέμισε ξανά χαμόγελα και παιδικές φωνές που έφτασαν μέχρι το παλάτι. Ο βασιλιάς χάρηκε τόσο πολύ που πήρε πίσω τη χαρά που έδωσε και κατάλαβε πως κανείς δε μπορεί να παίρνει, χωρίς να δίνει!
Οργάνωσε λοιπόν μια μεγάλη γιορτή κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!