top of page

ΜΑΥΡΟ ΚΥΜΑ

  ΜΙΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ

Του  Ajlal Khan
μαύρο-κύμα.jpg

[…] Αλλά τον είδε για λίγα μόνο δευτερόλεπτα ως που ξανάκλεισε τα μάτια της…

Τώρα βρισκόταν δίπλα από ένα σκουπιδοτενεκέ.

“Τουλάχιστον δεν έχω πετρέλαιο στα φτερά μου τώρα”, είπε στον εαυτό της, ”Αλλά τώρα πώς βρέθηκα εδώ;” αναρωτήθηκε…

Κοίταξε δεξιά, κοίταξε αριστερά, κοίταξε πίσω της, κοίταξε όπου μπορούσε, όταν είδε έναν τουριστικό χάρτη και κατάλαβε ότι βρισκόταν  κοντά στο εστιατόριο “Luigi’s”, μισό χιλιόμετρο μακριά από τον Άγιο Μιχαήλ.

Σκέφτηκε να μείνει εκεί κοντά στο εστιατόριο και να ξεκουραστεί εώς το ξημέρωμα, αλλά συγχρόνως φοβόταν μήπως κάποιος της κάνει κακό, μετά απ’ όσα πέρασε. Η δύση του ηλίου και η κουρασμένη της ψυχή την έκαναν να διαλέξει το πρώτο. Έτσι πέταξε σε ένα κοντινό στενό και κοιμήθηκε κάπου ψηλά……… Δηλαδή στη στέγη ενός εξαώροφου κτιρίου.

Όταν ξύπνησε από τη φασαρία που είχε η λεωφόρος, μουρμούρησε: “Για αυτό αποφεύγω αυτά τα καταραμένα γκρι μονοπάτια… Πάντα έχουν  μεταλλικά κουτιά με ρόδες και χρώματα, μέσα ανθρώπους και κάνουν πάντα θόρυβο! Αλλά τώρα που ξύπνησα να πάω να βρω κάτι να φάω από το κοντινότερο εστιατόριο”. Πέταξε, λοιπόν, στο “Luigi’s” και έψαξε αν είχαν απομείνει τρόφιμα. Στο τέλος βρήκε λίγο σπαγγέττι και λίγη πίτσα.

Όταν χόρτασε και χώνεψε, σκεφτόταν και πετούσε την ίδια ώρα: “Τώρα τι θα κάνω ολομόναχη, χωρίς τους άλλους γλάρους; Θα ζητιανεύω σαν περιστέρι; Ή μήπως με δεχτεί ένα νέο σμήνος;”

Και σκεφτόταν αυτά και δεν έβλεπε πού πετούσε…

Στο τέλος χτύπησε σε μια κολώνα και έπεσε κάτω. Χτύπησε σοβαρά και θανάσιμα…

Καθώς μάτωνε, περνούσε ο Χάρος από περιέργεια, καθώς ένιωθε ότι κάτι πέθαινε. Τότε,  είδε την Κενγκά που πονούσε  απερίγραπτα και χαροπάλευε.

Αλλά… Να νοιαζόταν; Να νοιαζόταν και να σπαταλούσε το χρόνο του σε ένα τόσο άχρηστο πλάσμα; Γιατί;…

Ώς που είδε ένα φορτηγό που έτρεχε προς το μέρος τους. Ο Χάρος έκρυψε τα μάτια του, όχι για εκείνον, αλλά για τη Κενγκά που θα τελείωνε με τη ζωή της…

Η Κενγκά αφού είδε τον εαυτό της, είδε κι άλλα 14 αυτοκίνητα και μουρμούρισε: “Αυτά τα καταραμένα κουτιά…”

Είδε το πτώμα της σαν να μην ήταν δικό της… τόσο άγνωστο και παραμορφωμένο…

“Εγώ τι θα απογίνω;”, ρώτησε τον Χάρο

“Δε ξέρω και δε νοιάζομαι… Εγώ μόνο ανθρώπους οδηγώ” της απάντησε ο Χάρος και υποχώρησε στο φωτεινό σκοτάδι

bottom of page