top of page

Εξερευνώντας το άγνωστο

 

Γιάννης Ζώραπας

«Τζον, σήκω!», φώναξε ο Έντμοντ. «Πρέπει να πιάσουμε δουλειά».

Ο Τζον ξύπνησε ενοχλημένος. Αντίκρισε το πρόσωπο του φίλου του. «Μα πού βρίσκομαι!...», αναρωτήθηκε. Η απάντηση ήρθε αμέσως στο νου του.Πριν από λίγες μέρες έλαβε μια κλήση στο κινητό του, ενώ βρισκόταν στη Νέα Υόρκη για δουλειές. Ο φίλος του ο Έντμοντ, ο εξερευνητής, ήταν αυτός που καλούσε. Εξήγησε εν τάχει περί τίνος επρόκειτο. Ο Λάρι, ο δημοσιογράφος και έμπιστος φίλος του Έντμοντ, βρισκόταν για ρεπορτάζ στον Αμαζόνιο και έμενε στο φιλόξενο χωριό της φυλής Τιτικάκα. Ο κύριος λόγος για τον οποίο ο Λάρι βρισκόταν εκεί ήταν πως δώδεκα μέλη αυτής της φυλής, τα οποία είχαν βγει για κυνήγι μια βδομάδα πριν το τηλεφώνημα, δεν επέστρεψαν ποτέ.

«Και γιατί με πήρες εμένα;», είχε ρωτήσει ο Τζον.

«Δεν μπορώ να βοηθήσω το Λάρι να διαλευκάνει το μυστήριο μόνος μου. Εσύ είσαι ο ειδικός. Ξέρεις τα πάντα για τη ζούγκλα και τους κινδύνους της, άρα πρέπει οπωσδήποτε να έρθεις», δικαιολογήθηκε ο Έντμοντ.

«Είναι τρελό! Το πιθανότερο σενάριο είναι να τους έφαγαν άγρια θηρία ή να χάθηκαν! Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση», είπε με σιγουριά ο Τζον.

«Μα τι λες; Δώδεκα άνθρωποι εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς κι εσύ κάνεις σα να μην τρέχει τίποτα; Ό,τι και να συνέβη πρέπει να το βρούμε. Είσαι μέσα ή όχι; Και για τα λεφτά μη νοιάζεσαι… το συζητάμε κάποια άλλη στιγμή», είπε υψώνοντας τον τόνο της φωνής του ο Έντμοντ.

«Λεφτά είπες!... Είμαι μέσα!», είπε τότε ο Τζον. Κάπως έτσι, λοιπόν, άρχισε η περιπέτειά τους.

Ο Τζον, αφού θυμήθηκε τα γεγονότα των τελευταίων ημερών, σηκώθηκε, έφαγε πρωινό κι ετοίμασε το σακίδιό του. Είχε σκοπό να εξιχνιάσει το μυστήριο. Ο Λάρι τους περίμενε έξω για να ξεκινήσουν.Οι τρεις άντρες βγήκαν από την καλύβα και εγκατέλειψαν το χωριό. Μπήκαν μέσα στη ζούγκλα, αμίλητοι, σοβαροί, με σκυμμένο το κεφάλι. Γύρω τους επικρατούσε υγρασία. Οι ήχοι των πουλιών και των πιθήκων ήταν ενοχλητικοί, ωστόσο οι εξερευνητές συνέχισαν την πορεία τους στη σκοτεινή ζούγκλα.

Νύχτωνε... Οι τρεις άντρες δεν είχαν βρει κανένα στοιχείο που οδηγούσε στη μυστηριώδη εξαφάνιση των μελών της φυλής. Έφτασαν σε ένα ξέφωτο.«Ας κατασκηνώσουμε εδώ!», είπε ο Έντμοντ.Έτσι κι έκαναν. Ο Τζον κι ο Λάρι έστησαν τη σκηνή κι ο Έντμοντ άναψε φωτιά με σπίρτα που είχε φέρει ο ίδιος.

 

Κάθισαν γύρω από τη φωτιά και άρχισαν να συζητάνε.«Εγώ πιστεύω πως ψάχνουμε ψύλλους στ’ άχυρα. Οι κυνηγοί είναι νεκροί κι έτσι όπως πάμε θα χαθούμε κι εμείς οι ίδιοι», είπε πρώτος ο Τζον.«Διαφωνώ! Πρέπει να συνεχίσουμε την έρευνα. Αύριο να κινηθούμε προς τα δυτικά του δάσους για να ψάξουμε», πρότεινε ο Λάρι.

«Συμφωνώ με το Λάρι», ανακοίνωσε ο Έντμοντ.

Εκείνη τη στιγμή, εντελώς ξαφνικά, συνέβη κάτι που τους πάγωσε το αίμα. Ακούστηκε ένας βρυχηθμός τόσο δυνατός, που κουνήθηκαν τα δέντρα γύρω τους. «Αποκλείεται να ήταν τζάγκουαρ», σκέφτηκε ο Τζον, που ποτέ του, ως ζωολόγος, δεν είχε συναντήσει κάτι παρόμοιο.

 

Πριν προλάβουν να συνειδητοποιήσουν τι έγινε, ακούστηκε και δεύτερος βρυχηθμός ακριβώς πίσω τους. Οι τρεις άντρες γύρισαν και αντίκρισαν ένα σιχαμερό μεταλλαγμένο πλάσμα. Είχε ύψος όσο ένα κτίριο, τέσσερα κόκκινα μάτια, τεράστια δόντια, μια ουρά με μήκος όσο ένα λεωφορείο και κοντά, μυώδη πόδια. «Μόνο ένα πράγμα μπορούσε να είναι… Εξωγήινος!», σκέφτηκε ο Τζον.«Τρέξτε…», ψιθύρισε ο Έντμοντ.

Κινήθηκαν προς την αντίθετη κατεύθυνση και κατάλαβαν πως το θηρίο, παρά τον τεράστιο όγκο του, ήταν πολύ γρήγορο. Επιτάχυναν το ρυθμό τρεξίματός τους στο μέγιστο που μπορούσαν. Η ζωή τους πια κρεμόταν από μια κλωστή. Τότε αντιλήφθηκαν πως και άλλα ίδια τέρατα τους κυνηγούσαν από διαφορετικές κατευθύνσεις.

 

Όμως οι άντρες ήταν πιο γρήγοροι και τα τέρατα τους έχασαν.Σε απόσταση ασφαλείας πλέον, ο Τζον, ο Λάρι και ο Έντμοντ, λαχανιασμένοι, άρχισαν συζήτηση. Ήταν όλοι τους χλωμοί από το φόβο και την εξάντληση.«Είμαι 100% σίγουρος πως αυτοί είναι εξωγήινοι και πως ευθύνονται για την εξαφάνιση των κυνηγών», ψέλλισε ο Τζον κι έπειτα συμπλήρωσε: «Αν δεν ειδοποιήσουμε την υπόλοιπη ανθρωπότητα για ό,τι είδαμε, ο πλανήτης θα βυθιστεί στο χάος και θα πεθάνουμε όλοι».«Ναι, αλλά πρέπει πρώτα να βγούμε από αυτό το δάσος», διαπίστωσε ο Λάρι.

«Ηρεμήστε…», τους διέκοψε ο Έντμοντ, «πρέπει να δούμε πού πήγαν».

Και αυτό ακριβώς έκαναν. Κατευθύνθηκαν προς το σημείο που τους είχαν δει τελευταία φορά και ακολούθησαν τα ίχνη τους. Λίγα λεπτά αργότερα έφτασαν σε ένα τεχνητό μονοπάτι, το οποίο διέσχιζε την περιοχή. Περπάτησαν αθόρυβα κατά μήκος του. Εκεί που τελείωνε αντίκρισαν έντονα φώτα. Κάποιος ήταν εκεί. Πλησιάζοντας στο φως, είχαν κυριευτεί από αγωνία. Έφτασαν εκεί και τι να δουν: Ένα μακρόστενο οικοδόμημα, που κάλυπτε μεγάλη επιφάνεια του εδάφους, αλλά βρισκόταν κάτω από τα δέντρα, έτσι ώστε να μη φαίνεται από ψηλά. Γύρω και μέσα στο κτίριο πηγαινοέρχονταν πλήθος εξωγήινων, σαν κι αυτούς που τους καταδίωξαν νωρίτερα.

«Εδώ είναι η βάση – διαστημόπλοιό τους», ψιθύρισε ο Έντμοντ.

Οι τρεις άντρες ήταν πολύ σοκαρισμένοι, καθώς μόλις είχαν απαντήσει σε ένα από τα μεγάλα μυστήρια που απασχολούν τους επιστήμονες: «Είναι ο πλανήτης μας ο μόνος κατοικήσιμος από ζωντανούς οργανισμούς; Υπάρχει ζωή και έξω από τη Γη;».Το μόνο που εύχονταν εκείνη τη στιγμή, καθώς απομακρύνονταν αθόρυβα, ήταν να μην τους πήρε είδηση κανένας από τους εξωγήινους. Παίρνοντας την αντίθετη κατεύθυνση, μια σκέψη περνούσε από το μυαλό του Τζον, που σίγουρα τριβέλιζε και το μυαλό των φίλων του: «Τόσο καιρό ζούσαν κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη μας!».Δυο πράγματα έπρεπε να γίνουν, πρώτα να βγουν από αυτό το δάσος και, κατόπιν, να διαδώσουν στον υπόλοιπο κόσμο τι είδαν. Ήταν το λιγότερο που μπορούσαν να κάνουν…

Ξαφνικά, αντήχησε σε όλη την περιοχή ένας εκκωφαντικός ήχος. Οι τρεις εξερευνητές, τρομοκρατημένοι, έσκυψαν  καλύπτοντας τα κεφάλια τους, πάνω από τα οποία μια έντονη λάμψη έσκιζε τον ουρανό.

Λίγο αργότερα, αφού σταμάτησε να ακούγεται ο ήχος, οι άντρες διαπίστωσαν πως η βάση - διαστημόπλοιο των εξωγήινων είχε εξαφανιστεί. Στη θέση του υπήρχε ένα τέλειο σε αναλογίες κυκλικό ξέφωτο και στο κέντρο του εντόπισαν τους δώδεκα κυνηγούς, σώους και αβλαβείς, χωρίς όμως να μπορούν να θυμηθούν τίποτα.

Όπως είναι φυσικό, μέσα σε 48 ώρες ο τόπος είχε πλημμυρίσει από επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων, οι οποίοι έκαναν έρευνες, υποθέσεις και συζητήσεις μεταξύ τους για τα αίτια απαγωγής των κυνηγών και την ξαφνική αναχώρηση των εξωγήινων.

 

Οι πιο πολλοί πίστευαν πως τα όντα αυτά ήθελαν να εγκατασταθούν στη Γη και απήγαγαν τους ιθαγενείς για να τους μελετήσουν, αλλά τελικά, μάλλον έκριναν πως η ατμόσφαιρα του πλανήτη μας δεν είναι κατάλληλη για τη διαβίωσή τους. Ο πιο μικρός και αναπάντεχος ζωντανός οργανισμός, τα μικρόβια, στα οποία η ανθρωπότητα μετά από αιώνες θυσιών είχε αναπτύξει ανοσία, αποδείχθηκαν η αδυναμία των απόκοσμων αυτών πλασμάτων.

bottom of page