Η ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΑΠΑ
Μαριλένα Καρδαγούρη
Μια φορά και έναν καιρό, μέσα στην καρδιά ενός δάσους , στη φαντασία ενός μικρού παιδιού ζούσε μια κοπελίτσα μαζί με την μητέρα της , τον πατέρα της και τον μικρό της αδερφό. Ο χώρος που έπρεπε να αποκαλεί σπίτι της ήταν μια ξύλινη ,σαπισμένη από τον καιρό καλύβα ,γεμάτη υγρασία και τρύπες που ποτέ κανείς δεν ασχολήθηκε να την επισκευάσει.. Η οικογένειά της είχε αποκτήσει την φήμη των πιο σκληρών ανθρώπων των τριγύρω περιοχών , και τέτοιες πράξεις θα χαλούσαν την εικόνας τους. Εκείνη δεν καταλάβαινε πως κάτι το οποίο θα τους εξυπηρετούσε ήταν απαραίτητα μια αδυναμία, αλλά υπάκουγε στη λογική τους…
Ήταν πάντοτε απομονωμένη… Όχι μόνο λόγω της άχαρης τοποθεσίας στην οποία βρισκόταν το σπίτι τους, αλλά και λόγω των γεγονότων που συνέβαιναν καθημερινά . Το ορόσημο της οικογένειάς της, που πέρναγε από γενιά σε γενιά ήταν μια κάπα κόκκινη σαν το αίμα φθαρμένη από τον καιρό, που ποτέ σε κανέναν δεν χωρούσε : ήταν πάντα ή υπερβολικά μικρή, ή τρομακτικά τεράστια, τόσο που κάλυπτε με το υπερμέγεθες μέγεθός της τον εγωισμό τους… Σαν μέλος της οικογένειας αυτής ήταν αναγκασμένη να το φοράει…Έτσι πάντοτε ξεχώριζε από τους υπόλοιπους συγχωριανούς της.
Κάθε φορά που κατέβαινε στο χωριό κοκκίνιζε από τη ντροπή της και γινόταν ένα με το απαίσιο κομμάτι ύφασμα που την είχε καταδικάσει. Συγκέντρωνε βλέμματα απαξίωσης και μίσους , μερικές φορές πόρτες και παράθυρα κλείνανε σφαλιστά ενώ περνούσε, οι μητέρες προστάτευαν τα παιδιά τους . Αύτη όμως ήταν μόνο μια πλευρά του νομίσματος , που πάντοτε η στενόμυαλη οικογένειά της αγνοούσε… Από την άλλη υπήρχαν και οι κόλακες.. Άνθρωποι που θα χάιδευαν το καταραμένο ύφασμα, και δίχως να την κοιτάξουνε στο πρόσωπο βάζανε το χέρι τους στην τσέπη της ,παίρνοντας τάχα την ευλογία της πριν τους σκουντήξει η υπόλοιπη οικογένεια για να περάσει…
Ένα από τα «καλά» του να ζει με αυτούς τους παλιάτσους ήταν το γεγονός πως , με την δικαιολογία πως θα εξασκούταν στην σκοποβολή μπορούσε να πάρει το όπλο παραμάσχαλα και να χτυπήσει με δύναμη την ξηλωμένη πόρτα πίσω της, ξεφεύγοντας συχνά από το «σπίτι» και τα προβλήματά της . Έτρεχε μέχρι που έφτανε στο απόλυτο τέλος, εκεί που τελειώνουν τα παραμύθια και δεν υπάρχουν πια προβλήματα. Γνώριζε πως βρισκόταν σε παραμύθι βαθιά μέσα της, απλώς ποτέ δεν είχε νιώσει σαν πριγκίπισσα. Την πρώτη φορά που βρέθηκε σε αυτό το μέρος ήξερε πώς ήταν μοίρα της να τα τελειώσει όλα εκεί.. Ακόμα δεν ήξερε όμως τον τρόπο.
Βρισκόταν για άλλη μια φορά σε αυτό το αχανές, ομιχλώδες μέρος.
Αφουγκράστηκε το τοπίο και πήρε μια βαθιά ανάσα.
Ηρέμησε ενώ τα πνευμόνια της γέμισαν με μυρωδιά χώματος και φύλλων .
Έκλεισε τα μάτια της .
Με αργές κινήσεις ξεκίνησε να λύνει τον φιόγκο που συγκρατούσε την κάπα της. Δυο μικρά, λεπτά χέρια ξεπρόβαλλαν μέσα από τα φαρδιά μανίκια. Τρέμανε ενώ αγγίζανε την κουκούλα της.
Με δισταγμό ,η κουκούλα γλίστρησε πίσω στο κεφάλι της και φανέρωσε γκριζωπά, νεκρά σχεδόν μάτια , που είχαν βαρεθεί να είναι πια αυτό που έπρεπε να ήταν. Σκασμένα χείλη, κόκκινη μύτη, τραγικά λευκό δέρμα…
Τότε μια ριπή ανέμου ανέστρεψε όλη την διαδικασία .Βρισκόταν ξανά ντυμένη με τη κόκκινη κάπα. Από το στόμα της βγήκε αχνός .Η ατμόσφαιρα είχε γίνει ξαφνικά πολύ κρύα…
Τα σκελετωμένα της χέρια άρπαξαν το όπλο.
- Ποιος είσαι. φώναξε στο κενό .
Αν κάτι είχε κάνει σωστά η οικογένειά της, αυτό ήταν να την προετοιμάσει για τους κινδύνους που θα την έβρισκαν στο δάσος.
- Ποιος είσαι, ξαναρώτησε , ρίχνοντας μια προειδοποιητική βολή.
Μετά είδε μάτια . Κίτρινα , αστραφτερά . Την κοιτούσαν επίμονα.
-Νόμιζα πως δεν ήθελες να είσαι μια από αυτούς… , μια φωνή ψιθύρισε …
Κάτι σαν λύκος που στεκόταν στα δύο του πόδια ξεπρόβαλε από τις σκιές..
- Σε προειδοποίησα , μην έρθεις πιο κοντά ή πέθανες, το κοριτσάκι έσκουξε, ενώ η μορφή πλησίαζε αργά.
Τότε τα μάτια φάνηκαν πιο καθαρά . Σε μια στιγμή γούρλωσαν, έπειτα όλα γίνανε τόσο γρήγορα…
Ο λύκος βρισκόταν χιλιοστά από την κοπελίτσα, το ύψος του πολλαπλάσιο από εκείνη. Σήκωσε το κεφάλι της για να δει πόσο ακριβώς ψηλός ήταν, και αντίκρισε μια έκφραση απόγνωσης και τρόμου.
Ο λύκος σωριάστηκε δίπλα της . Τότε είδε το αίμα.
Ίδιο χρώμα με την κάπα.
Πέταξε το όπλο που κρατούσε και γονάτισε δίπλα του. Άγγιξε τις πληγές του, τα χέρια της λερώθηκαν. Άρχισε να δακρύζει , έπειτα έκλαιγε σπαρακτικά. Τα δάκρυά της πάγωναν ενώ έπεφταν στη μουσούδα του «τέρατος».
- Ήθελα να γίνω φίλος σου … ,ο λύκος είπε με την τελευταία του ανάσα.