top of page

ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ

 

Χρήστος Μωραϊτης

Τα ματωμένα χώματα είναι ένα βιβλίο συγκλονιστικό, πραγματικό, ολοκληρωμένο. Περιγράφει μια ζωή με αρχή, μέση και τέλος. Με την ιδιαίτερη πένα της Διδώς Σωτηρίου, της μικρασιάτισσας με την αγέρωχη επαναστατική ψυχή, μας παραθέτει τα ιστορικά γεγονότα που είναι συνυφασμένα με τη μικρασιατική καταστροφή του 1922.

 

Μέσα από την πραγματική ιστορία του Μανώλη Αξιώτη από τον Κιρκιντζέ,  μας παρουσιάζει την αρμονική συνύπαρξη δύο λαών, ορκισμένων εχθρών σύμφωνα με την ιστορία, που στη βάση τους όμως είναι απλοί, καθημερινοί, που δεν νιώθουν έχθρα ή απειλές. Δύο λαοί βιοπαλαιστές που τους ενώνει η αγάπη και ο ιδρώτας για την ίδια γη. Αυτή η ισορροπία είναι διάχυτη σε όλο το βιβλίο και είναι αυτή μαζί με την αλήθεια που έκαναν το βιβλίο αγαπητό σε Τουρκία, Βαλκάνια και σε πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης , όπου μεταφράστηκε και εκδόθηκε.

 

Η ιστορία γράφεται με την πένα της ζωής,  γι΄αυτό και η γλώσσα είναι καθημερινή τραχιά και δύσκολη για το νεοέλληνα που δεν την γνωρίζει. Παρόλα αυτά, κρύβει μια μαγεία και μια αυθεντικότητα που προσδίδει στο βιβλίο την αίγλη που του αξίζει. Οι εικόνες έρχονται και χτυπούν αναπάντεχα τον αναγνώστη, ενώ το διάβασμα κυλά γοργά και εύκολα σαν να βλέπεις ταινία. Οι σκηνές  της καταστροφής της Σμύρνης συγκλονίζουν με την ωμότητά τους, αγγίζοντας την ψυχή αυτού που το διαβάζει και ξυπνώντας την ευαισθησία του στην ανθρώπινη ύπαρξη, στην πατρίδα, στα ιδανικά.

 

Νιώθω μεγάλη ανακούφιση που άγγιξα για πρώτη φορά αυτό το κομμάτι της ιστορίας μας με αυτό το βιβλίο, ενώ μου γεννήθηκε το ενδιαφέρον να εμβαθύνω περισσότερο.

 

Ευχαριστώ Διδώ Σωτηρίου.

Χρήστος Μωραΐτης

 

 

Απόσπασμα από το βιβλίο « Ματωμένα Χώματα»

Της Διδώς Σωτηρίου

Μόλις είπαμε πως πατήσαμε χώμα σίγουρο, μια περίπολος μας περιμάζεψε εμάς και πολλούς άλλους και μας μπάρκαρε όλους μαζί σ’ ένα καράβι που ήτανε έτοιμο να σηκώσει άγκυρα.

  • Η Σάμο γέμισε πρόσφυγες, τραβάτε αλλού……

  • Φίσκα όλα τα νησιά και τα πόρτα……

  • Παντού πρόσφυγες! Πρόσφυγες! Ενάμισι εκατομμύριο ψυχές.

Βρεθήκαμε κουλουριασμένοι στην πρύμνη κάποιου βαποριού με τα κουρέλια μας και τα μπογαλάκια μας, μουδιασμένοι, ξεκουρντισμένοι χωρίς να ξέρουμε που θα μας σβουρίξει η καταιγίδα. Οι γυναίκες στενάζανε!

  • Τι θα απογίνουν οι δικοί μας;

          Τον ακούς στο νου και στην καρδιά το σεισμό και το χαλασμό ΄ δε σταματάει. Τραντάζει το καράβι. Σαλπάρει. Κανείς δεν ξέρει που πάει. Τα μάτια ψάχνονται...........

Αρχίζουν οι ιστορίες. Όπου και να σταθείς όπου και να κάνεις σε κυνηγούνε. Τρυπώνουνε στ΄ αυτί σου όπως οι φανταστικές φωνές στο μυαλό του παραλοιμένου.

  • Έτσι όπως σου τα λέω γενήκανε. Πάει ο μαστρο – Γιαννακός να κρυφτεί κάτω από τους πεθαμένους, και τι να δει! Ολόκληρη η φαμελιά του σφαγμένη και στιβαγμένη εκεί!

  • Αυτό δεν είναι τίποτις μπρος στου Ανέστη. Φτάσαν οι Τσέτες στο χτήμα του κι είδηση δεν είχε. Τρέχει ο έρμος στην αποθήκη, χώνεται μέσα στις βέργες του καπνού. Σε λίγο μπαίνουμε έξι τσέτες, ντερέκια. Σέρνουν εν΄ ανήλικο. Το ξαπλώνουμε και το ατιμάζουνε. Τρεις ώρες βγάζανε τα μάτια τους. « Ουλάν ψόφησε!» λέει ο ένας και κουνάει το κορμάκι του που είναι ξερό. «Φτου!» κάνουνε με αηδία βρακώνονται και φεύγουνε. Βγαίνει και ο Ανέστης να φύγει. Σκοντάφτει πάνω στο πεθαμένο κορίτσι. Ρίχνει μια ματιά και σέρνει φωνή: « Αααχ! Κορούλα μου! Συ ΄σουνα παιδί μου!» Ξέγραφτον τον άνθρωπο τέτοιες ώρες……

Μια παρέα φαντάροι συζητάνε αιτίες και ευθύνες.

  • Το παν ήτανε να στείλουνε καράβια να πάρουνε τον κοσμάκη να τον σώσουνε. Μα ούτε και αυτό έγινε.

  • Ξέρω γιατί δεν έγινε. Μου τ΄ ομολόγησε ένας καπετάνιος ‘ ενενήντα δύο μεγάλα καράβια σου λέει μαζευτήκανε στον Πειραιά, για να πάνε στις θάλασσες της Μικρασίας να πάρουνε κόσμο. Όμως καθώς ανοιχτήκανε στο πέλαγος, πήρανε μυστικό τηλεγράφημα από την κυβέρνηση: « Δεν είναι υποχρεωτική η μετάβασις, αλλά προαιρετική». Από τα ενενήντα δύο καράβια πήγαν μόνο τα δεκαεπτά. Δεν θα ξεχάσω , στο Ακ Τσάι περιμέναμε βαπόρι τριάντα πέντε χιλιάδες γυναικόπαιδα. Εμείς, δέκα χιλιάδες φαντάροι, ερχόμασταν από το Αδραμίτι όταν….

Με τούτο και το άλλο νύχτωσε. Οι κουβέντες σταμάτησαν. Κείνοι που κατάφεραν και κοιμήθηκαν ρουχάλιζαν βαριά. Σπασμένα μουγκρητά βγαίναν από τα στήθια, ήχοι βασανισμένοι, παραφουσκωμένοι τρόμο και πόνο. Όσοι διπλώθηκαν στις μπατανίες τους, σαν εμένα, με στυλωμένα όλη τη νύχτα τα μάτια, παλεύανε με φρικτά οράματα. Άκουγες σιγανό, επίμονο ένα τρεμουλιαστό κλάμα: « Γιιχ!» «Ιιιχ!» Πόνος αβάσταχτος ομαδικός.

Σκιές σεργιανούνε μέσα στη νύχτα, χατζάρες κόβουν κεφάλια. Άγρια, ιδρωμένα, βαρβατεμένα κορμιά ζειμπέκων ανοίγουνε με λύσσα σφιγμένα σκέλια κοριτσιών και πριν σηκωθούν από τον άνομο έρωτα μπήγουν μαχαιριές στις μικρές μπλάβες καρδιές.

«Αααχ! Αααχ! Πλάσματα της γης! Ποια δύναμη σκότωσε την ψυχή σας! Ανθρώπινα χαμόγελα που γενήκατε τρόμος, μόνο τρόμος και θάνατος!

Καρσί, στα μικρασιάτικα παράλια, αναβοσβήνουνε φωσάκια, αναβοσβήνουνε μάτια. Καρσί, αφήσαμε συγυρισμένα σπίτια, κλειδωμένες σερμαγιές, στεφάνια στο κονοστάσι, προγόνους στα κοιμητήρια. Αφήσαμε παιδιά και γονιούς κι αδέλφια. Νεκροί άταφοι. Ζωντανοί δίχως σπίτια. Βρικολακιασμένα όνειρα. Εκεί. Καρσί ήταν ίσαμε χτες η πατρίδα μας!

Μέσα στη νύχτα, που λες και δεν θα ΄χει ξημέρωμα γλιστρούν μια μια οι γνώριμες φιγούρες οι Κιρλήδες, ο Σεφκιέτ, ο Ισμαήλ Μπέης, ο Κιαρίμ εφέντης, ο Σουκρή Μπέης, ο Αλήνταης, η Ενταβιέ…… Δε δίνουνται να βοηθήσουν σε τίποτα. Όλα χάθηκαν!

Γκλαν! Γκλαν! Μονότονα κουδούνια, πλαδαρό το βάδισμα της γκαμήλας που φέρνει στις καμπούρες της τα ζεμπίλια και τους τορβάδες, τα σακιά με τη σταφίδα, τα σύκα, την ελιά, τις μπάλες με τα μπαμπάκια και τα μετάξια, τα κιούπια και τα βαρέλια, τα ροδέλαια, το ρακί, τα μπερκέτια της ανατολής. Πάνε όλα!

Γκαμηλίερη! Ταγκαλάκι με τα κοντοβράκια και τον κατιφέ στ΄αυτί, στάσου! Άδικα μη κουφώνεις το χέρι στο στόμα’ το μερακλωμένο τραγούδι σου δεν φτάνει πια στην καρδιά.

Σεφκιέτ! Δεν με γνωρίζεις, τζάνεμ; Χρόνια τρυγήσαμε μαζί γέλιο και δάκρυ. Νε απίορ, Σεφκιέτ; Αχ, Σεφκιέτ! Σεφκιέτ! Θεριά γενήκαμε. Μαχαιρώσαμε κάψαμε τις καρδιές μας άδικα.

Τι με κοιτάς έτσι άγρια αντάρτη του Κιορ Μεμέτ; Εγώ σε σκότωσα και κλαίω γι΄αυτό. Λογάριασε τι μου ΄φαγες εσύ! Αδέλφια, φίλους, πατριώτες, Ταμελέ Ταμπούρια, ολόκληρη σφαγμένη γενιά!

Τόσα φαρμάκια, τόση συφορά, κι εμένα ο νους να γυρίσει θέλει πίσω στα παλιά! Να ΄ταν, λέει ψέμα όλα όσα περάσαμε, και να γυρίζαμε τώρα δα στη γη μας, στους μπαξέδες μας, στα δάση μας με τις καρδερίνες, τις κάργες και τα πετροκότσυφα, στα περιβολάκια μας με τις μαντζουράνες και τις ανθισμένες κερασιές, στα πανηγύρια μας με τις όμορφες…..

Αντάρτη του Κιορ Μεμέτ, χαιρέτα μου τη γη όπου μας γέννησε, Σελάμ σοΐλέ….. Ας μη μας κρατάει κακία που την ποτίσαμε μ’ αίμα. Καχρ ολσούν σεμπέπ ολανλάρ! Ανάθεμα στους αίτιους.

bottom of page