top of page

Ο Τζακ και η σκριμποκυτταριά

της Κάτιας Τσινιδέλου

      Μια φορά και δυο καιρούς, στην μακρινή Μιρακαλία του πλανήτη Χ-754, στον πεντακοσιοστό δεύτερο λιμπερικό γαλαξία του διαστήματός μας, ζούσε μια γυναίκα λιμπερχόμινους με τον μονάκριβο γιο της, τον Τζακ. Δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν βιβλία για να τραφούν και δύσκολα τα έβγαζαν πέρα. Το σπίτι τους ήταν ένα μικρό καλύβι το οποίο είχε και έναν τοσοδούλικο κήπο γεμάτο με καταπράσινα αγριολίμπερα , όπου βοσκούσε η μόνη τους ελπίδα, η τριγελάδα Τζέσσυ. Ήταν ένα πλάσμα με τρία μάτια, μαύρη με άσπρες κηλίδες ή άσπρη με μαύρες κηλίδες (κανένας δεν μπορούσε να το διευκρινίσει) και έτρωγε μόνο άνθη άγριων βιβλίων. Από αυτήν άρμεγαν το Λιμπερολάκτιο, δηλαδή γάλα που μετέτρεπε σε λιμπερχόμινους όποιον το έπινε. Οι κάτοικοι όμως του πλανήτη τους είχαν αρχίσει να επηρεάζονται από την τεχνολογία και δεν τους άρεσε η ιδέα να γίνουν λιμπερχόμινους, έτσι σχεδόν κανείς δεν αγόραζε πια Λιμπερολάκτιο, με αποτέλεσμα να μειωθούν τα έσοδα του Τζακ και της μητέρας του σε πεκούνια (τοπικά χρήματα).  

  Μια μέρα, η μητέρα του Τζακ του είπε:

«Τζακ, αφού κανείς δεν αγοράζει Λιμπερολάκτιο πια, η Τζέσσυ δεν μας είναι χρήσιμη. Πήγαινε στο Φορουμίδιο (η αγορά της Μιρακαλίας) και προσπάθησε να την πουλήσεις στην πιο καλή τιμή που μπορείς.»

     Ο Τζακ αγαπούσε την τριγελάδα τους, αλλά δεν έφερε αντίρρηση στην μητέρα του, επειδή ήξερε πόσο είχαν ανάγκη αυτά τα πεκούνια. Έτσι, φόρεσε τα φτερωτά του σανδάλια, φόρτωσε την Τζέσσυ σε ένα ιπτάμενο καροτσάκι και κίνησε για το Φορουμίδιο. Στον δρόμο συνάντησε έναν άντρα με αρκετά αλλόκοτο ντύσιμο. Φορούσε μία κάπα από σκισμένες σελίδες βιβλίων και πιτσιλιές από μελάνι. Αυτός τον σταμάτησε και τον ρώτησε για πού το ‘βαλε με την τριγελάδα και μόλις ο Τζακ του είπε το και το, προσφέρθηκε να την αγοράσει με αντάλλαγμα πέντε σκριμποκύτταρα. Το αγόρι δέχτηκε καταχαρούμενο και γύρισε στο σπίτι του. Η μητέρα του, σε αντίθεση με αυτόν, εξοργίστηκε και πέταξε τα σκριμποκύτταρα από το παράθυρο, φωνάζοντάς του πόσο αφελής ήταν. 

    Το πρωί, βγήκε  στενοχωρημένος στην αυλή. Τότε, αντίκρισε μία θεόρατη σκριμποκυτταριά στο σημείο όπου η μητέρα του είχε πετάξει τα σκριμποκύτταρα το προηγούμενο βράδυ. Δίχως σκέψη, ξεκίνησε να σκαρφαλώνει πάνω στον χοντρό κορμό της. Φύλλο με φύλλο και βήμα με βήμα έφτασε στην κορυφή του παράξενου αυτού φυτού.  Με αυτό που είδαν τα μάτια του, έμεινε άφωνος. Εκεί που τελείωνε η σκριμποκυτταριά , βρισκόταν ένα εντελώς παράδοξο μέρος   ̇ μπορούσες να τριγυρίσεις ανάμεσα σε αφράτα κατάλευκα συννεφάκια, να πατήσεις σε ένα δάπεδο από γαλανό ουρανό, ενώ φυτά φύτρωναν πάνω από το κεφάλι σου και ένα κάστρο στο οποίο έμπαινες από υδάτινα σκαλοπάτια και έπειτα από μια χρυσή πόρτα. Άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί σε αυτόν τον ανάποδο κόσμο. Το αποφάσισε. Θα έμπαινε μέσα.

   Ανέβηκε τα σκαλοπάτια και χτύπησε το λευκόχρυσο κουδούνι. Η πόρτα άνοιξε μόνη της και ο Τζακ προχώρησε διστακτικός μέσα στο κάστρο. Βρέθηκε σε μία ευρύχωρη αίθουσα, αλλά τρόμαξε βλέποντας όλα τα αντικείμενα σε δεκαπλάσιο μέγεθος από το δικό του.

     Ξαφνικά, άκουσε μια φωνή δυνατή και βροντερή σαν αστραπή. Ήταν ένας γίγαντας ,και από ότι κατάλαβε, λιμπερχομινουσιοφάγος. Μπήκε στο δωμάτιο και είπε:

«Κρέας λιμπερχόμινους μου μυρίζει!»

   Το αγόρι κρύφτηκε πίσω από ένα γιγάντιο κηροπήγιο, παρακολουθώντας τον λιμπερχομινουσιοφάγο να κάθεται σε μια επίσης γιγάντια καρέκλα και να τρώει γιγάντια αυγά με γιγάντιο μπέικον. Όταν τελείωσε με το πρωινό του, έβγαλε από ένα γιγάντιο ντουλάπι, μία ατσάλινη μηχανή με χαραγμένα πάνω του βιβλία και πίεσε το μεγαλύτερο βιβλίο. Το μηχάνημα άνοιξε από το κάτω μέρος του και άρχισε να παράγει δερματόδετα βιβλία, βιβλία με χρυσές επιγραφές και πολύχρωμα βιβλία  ̇ η πιο γευστικές λιχουδιές για έναν λιμπερχόμινους! Ο γίγαντας βγήκε έξω από το κάστρο, με τον Τζακ να τον ακολουθεί σιωπηλά. Κάποια στιγμή, ο λιμπερχομινουσιο-φάγος σταμάτησε να περπατάει και ξεκίνησε να απλώνει τα βιβλία στον ουρανό (το δάπεδο δηλαδή) .Ο Τζακ κατάλαβε τι προσπαθούσε να κάνει και έμεινε εμβρόντητος. Ο γίγαντας χρησιμοποιούσε το μηχάνημα για να παράγει βιβλία, ώστε να τα κάνει δόλωμα για λιμπερχόμινους και να τους φάει! Μπορεί ο Τζακ να ήταν ένα μικρό αγόρι, αλλά ήταν γενναίος. Δεν μπορούσε απλώς να φύγει σαν να μην είδε ποτέ τίποτα. Θα έκλεβε την μηχανή! Εξάλλου, όχι μόνο θα έσωζε τους συμπολίτες του, αλλά και θα παρήγαγε αρκετά βιβλία για να ζήσουν αυτός και η μητέρα του. Παίρνοντας θάρρος από τούτη την σκέψη, περίμενε τον γίγαντα να φύγει, για να πραγματοποιήσει την φαεινή αυτή ιδέα. Ο λιμπερχομινουσιοφάγος έφυγε, αφήνοντας το μηχάνημα έξω. Το αγόρι έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, άρπαξε με τα κοκαλιάρικα χέρια του την πολυπόθητη μηχανή και άρχισε να κατεβαίνει ταχύτατα την σκριμποκυτταριά. Ο γίγαντας, όμως, είχε ξυπνήσει με καλή διάθεση και αποφάσισε να ονειροπολήσει κοιτώντας από το θεόρατο παράθυρό του. Η καλή του διάθεση έκανε φτερά μονομιάς βλέποντας ένα μικροσκοπικό πλάσμα να του στερεί το μηχάνημα που του εξασφάλιζε τροφή τόσα χρόνια! Βγήκε έξω και πήρε στο κατόπι τον Τζακ, ο οποίος σχεδόν είχε φτάσει στο έδαφος. Ο λιμπερχομινουσιοφάγος ήταν μεγαλόσωμος , άρα προχωρούσε αργά λόγω του όγκου του.

    Ο Τζακ έφτασε στο έδαφος και φώναξε την μητέρα του. Αυτή είχε μετανιώσει που του είχε φωνάξει το προηγούμενο βράδυ και όταν πήγε στο δωματιάκι του, δεν τον βρήκε πουθενά και την κυρίευσε η ανησυχία. Το μητρικό της ένστικτο την έκανε να πιστεύει πως είχε συμβεί κάτι στον γιο της και το ένστικτο αυτό επιβεβαιώθηκε μόλις είδε το μικρό αγόρι να κατεβαίνει από ένα περίεργο φυτό στην αυλή τους, κρατώντας ένα παράξενο μηχάνημα στα χέρια του ,ενώ τον κυνηγούσε ένα γιγάντιο πλάσμα. Μπήκε στο σπίτι , βγήκε κρατώντας ένα περίεργο όπλο και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, ο Τζακ στόχευε με το γιγαντοπράτικους (ένα όπλο που σκοτώνει γίγαντες) τον λιμπερχομινουσιοφάγο. Το τέρας σκοτώθηκε, έπεσε κάτω και το χώμα απορρόφησε το νεκρό του σώμα. Έγινε τότε μια έκρηξη σαν να έπεσε κομήτης. Όταν συνήλθαν η σκριμποκυτταριά είχε εξαφανιστεί. Μητέρα και γιος αγκαλιάστηκαν και ο Τζακ οργάνωσε ένα δείπνο με λαχταριστά βιβλία για όλη την πόλη, όπου αφηγήθηκε την περιπέτειά του. Έτσι έζησαν αυτοί χορτάτοι και εμείς …καλύτερα!

                                                                        Κάτια Τσινιδέλου

bottom of page